χαμοζωή

χαμοζωή
η, Ν
άθλια ζωή, φτωχική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι]-) + ζωή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • Βαρλέντης, Χρήστος — (1873 1931). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Χ. Χριστοδούλου. Ήταν ένας από τους συνεπέστερους οπαδούς της δημοτικής, για την επιβολή της οποίας αρθρογράφησε. Έργα του οι ποιητικές συλλογές Θρύλοι (1910), Μπουκεττάκι (1912), Φλόγες (1921) και Σκέρτσο… …   Dictionary of Greek

  • Παναγιωτόπουλος, IM — (Ιωάννης Μιχαήλ, Aιτωλικό 1901 – Aθήνα 1982). Συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός και, αργότερα, διετέλεσε διευθυντής δικής του σχολής (Ελληνικό Εκπαιδευτήριο, Π. Ψυχικό).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”